παφυλλένιος

παφυλλένιος
-α, -ο
βλ. παφιλένιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παφιλένιος — και παφυλλένιος και μπαφιλένιος ια, ιο [πάφιλας] 1. ο κατασκευασμένος από πάφιλα, ο ορειχάλκινος 2. συνεκδ. αυτός που έχει μικρή αξία, ο ευτελής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”